↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τορνεμένος η τορνεμένη το τορνεμένο
      γενική του τορνεμένου της τορνεμένης του τορνεμένου
    αιτιατική τον τορνεμένο την τορνεμένη το τορνεμένο
     κλητική τορνεμένε τορνεμένη τορνεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τορνεμένοι οι τορνεμένες τα τορνεμένα
      γενική των τορνεμένων των τορνεμένων των τορνεμένων
    αιτιατική τους τορνεμένους τις τορνεμένες τα τορνεμένα
     κλητική τορνεμένοι τορνεμένες τορνεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τορνεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τορνεύω

τορνεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία