Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τοπιογράφος οι τοπιογράφοι
      γενική του/της τοπιογράφου των τοπιογράφων
    αιτιατική τον/την τοπιογράφο τους/τις τοπιογράφους
     κλητική τοπιογράφε τοπιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοπιογράφος < τοπί(ο) + -ο- + -γράφος ((απόδοση) γαλλική paysagiste[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοπιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία