τοπιογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοπιογραφικός < τοπιογραφία / τοπιογράφος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίατοπιογραφικός
- που έχει σχέση με την τοπιογραφία ή τον τοπιογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοπιογραφικός
|