τιμολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιμολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τιμολογώ
Μετοχή
επεξεργασίατιμολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τιμολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τιμολογημένος
|
τιμολογημένος, -η, -ο
|