τηλεφροντίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεφροντίδα < τηλε- + φροντίδα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική telecare
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.le.fɾonˈdi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐φρο‐ντί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεφροντίδα θηλυκό
- (νεολογισμός) παροχή υπηρεσιών υγείας από απόσταση
- ※ Τηλεφροντίδα, το επόμενο μεγάλο τεχνολογικό βήμα (*, Η Καθημερινή, 17 Ιουλίου 2010)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr