Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεφροντίδα οι τηλεφροντίδες
      γενική της τηλεφροντίδας των τηλεφροντίδων
    αιτιατική την τηλεφροντίδα τις τηλεφροντίδες
     κλητική τηλεφροντίδα τηλεφροντίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεφροντίδα < τηλε- + φροντίδα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική telecare

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.le.fɾonˈdi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐φρο‐ντί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεφροντίδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr