Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλενουβέλα οι τηλενουβέλες
      γενική της τηλενουβέλας
    αιτιατική την τηλενουβέλα τις τηλενουβέλες
     κλητική τηλενουβέλα τηλενουβέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλενουβέλα < (μεταφραστικό δάνειο) ισπανική telenovela (< television + novela). Mορφολογικά αναλύεται τηλε- + νουβέλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλενουβέλα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία