↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεδιαχείριση οι τηλεδιαχειρίσεις
      γενική της τηλεδιαχείρισης* των τηλεδιαχειρίσεων
    αιτιατική την τηλεδιαχείριση τις τηλεδιαχειρίσεις
     κλητική τηλεδιαχείριση τηλεδιαχειρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεδιαχειρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεδιαχείριση (νεολογισμός) < τηλε- + διαχείριση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική telemanagement)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.le.ði̯aˈçi.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐δια‐χεί‐ρι‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεδιαχείριση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία