τηγανιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηγανιστός < ελληνιστική κοινή τηγανιστός < τηγανίζω < τήγανον < αρχαία ελληνική τάγηνον
Επίθετο
επεξεργασίατηγανιστός
- άλλη μορφή του τηγανητός
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηγανιστός
|
τηγανιστός
|