τάγηνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τάγηνον | τὰ | τάγηνᾰ |
γενική | τοῦ | ταγήνου | τῶν | ταγήνων |
δοτική | τῷ | ταγήνῳ | τοῖς | ταγήνοις |
αιτιατική | τὸ | τάγηνον | τὰ | τάγηνᾰ |
κλητική ὦ! | τάγηνον | τάγηνᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταγήνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταγήνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τάγηνον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατάγηνον, -ου ουδέτερο (τᾰγηνον)
- τηγάνι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 929 (927-930)
- ἐγὼ δ᾽ ἀπειλήσω μὲν οὐ-|δέν, εὔχομαι δέ σοι ταδί· | τὸ μὲν τάγηνον τευθίδων | ἐφεστάναι σῖζον,
- Απ᾽ τη μεριά μου, καμιά απειλή. | Μια ευχή μόνο σου δίνω: | Να ᾽ναι πάνω στη φωτιά το τηγάνι με καλαμάρια | και να τσιτσιρίζει.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐγὼ δ᾽ ἀπειλήσω μὲν οὐ-|δέν, εὔχομαι δέ σοι ταδί· | τὸ μὲν τάγηνον τευθίδων | ἐφεστάναι σῖζον,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 929 (927-930)
- κατσαρόλα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μεταγενέστερο: τήγανον
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τάγηνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάγηνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.