τήγανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τήγανον | τὰ | τήγανᾰ |
γενική | τοῦ | τηγάνου | τῶν | τηγάνων |
δοτική | τῷ | τηγάνῳ | τοῖς | τηγάνοις |
αιτιατική | τὸ | τήγανον | τὰ | τήγανᾰ |
κλητική ὦ! | τήγανον | τήγανᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τηγάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τηγάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τήγανον < τάγηνον με μετάθεση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατήγανον ουδέτερο (τήγᾰνον)
- τηγάνι
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Λευιτικόν, κεφ. 2.5 @scaife.perseus
- ἐὰν δὲ θυσία ἀπὸ τηγάνου τὸ δῶρόν σου, σεμίδαλις πεφυραμένη ἐν ἐλαίῳ, ἄζυμά ἐστιν·
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3.71, v.1.p.248, @scaife.perseus.
- Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος ἐν Ἀντύλλῳ φησίν (II 221 K)· οὔποτ’ ἂν αὖθις αὖ
σηπίαν ἀπὸ τηγάνου
τολμήσαιμι φαγεῖν μόνος.
- Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος ἐν Ἀντύλλῳ φησίν (II 221 K)· οὔποτ’ ἂν αὖθις αὖ
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Λευιτικόν, κεφ. 2.5 @scaife.perseus
- κατσαρόλα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τήγανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τήγανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.