Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζιριτζάντζουλα οι τζιριτζάντζουλες
      γενική της τζιριτζάντζουλας των (τζιριτζάντζουλων)
    αιτιατική την τζιριτζάντζουλα τις τζιριτζάντζουλες
     κλητική τζιριτζάντζουλα τζιριτζάντζουλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζιριτζάντζουλα < Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια,[1] πιθανή ετυμολογία < βενετική ziro (γύρος) + zirandola (παιδικός χάρτινος μύλος, ανεμοδούρα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /d͡zi.ɾiˈd͡zan.d͡zu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζι‐ρι‐τζάν‐τζου‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζιριτζάντζουλα θηλυκό

  1. (οικείο) (περι)στροφή, στριφογύρισμα, ελιγμός
  2. (οικείο, συνήθως στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη τζιριτζάντζουλες: κόλπο, νάζι, κάμωμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. τζιριτζάντζουλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Οι ετυμολογίες του λεξικού, από τον Ευάγγελο Πετρούνια.
  2. «τζυριτζάντζουλα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    Στο ετυμολογικό λεξικό του ιδίου (του 2010) δεν υπάρχει ετυμολογία της λέξης.