τζαχίλικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζαχίλικος < τζαχίλ(ης) + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίατζαχίλικος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) αμαθής, αγράμματος άσχετος, που δε γνωρίζει τίποτα
- Μή... Μή κυρ-καθηγητή...Τζαχίλικα είναι. Δε νογάνε. Άμα πήξουνε, θα τιμωρηθούνε μοναχά τους...
- ⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα]
- Μή... Μή κυρ-καθηγητή...Τζαχίλικα είναι. Δε νογάνε. Άμα πήξουνε, θα τιμωρηθούνε μοναχά τους...
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζαχίλικος
→ δείτε τη λέξη αμαθής |