Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζαχίλης οι τζαχίληδες
      γενική του τζαχίλη των τζαχίληδων
    αιτιατική τον τζαχίλη τους τζαχίληδες
     κλητική τζαχίλη τζαχίληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζαχίλης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική جاهل (jahil)[1] (τουρκική cahil,[2] αμαθής, ανόητος) + -ης ή οθωμανική τουρκική ? (jahilî) + < αραβική جَاهِل (jāhil)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζαχίλης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 640 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  2. cahil - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν