τζαμένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τζαμένιος | η | τζαμένια | το | τζαμένιο |
γενική | του | τζαμένιου | της | τζαμένιας | του | τζαμένιου |
αιτιατική | τον | τζαμένιο | την | τζαμένια | το | τζαμένιο |
κλητική | τζαμένιε | τζαμένια | τζαμένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τζαμένιοι | οι | τζαμένιες | τα | τζαμένια |
γενική | των | τζαμένιων | των | τζαμένιων | των | τζαμένιων |
αιτιατική | τους | τζαμένιους | τις | τζαμένιες | τα | τζαμένια |
κλητική | τζαμένιοι | τζαμένιες | τζαμένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡zaˈme.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζα‐μέ‐νιος
Επίθετο επεξεργασία
τζαμένιος
- που αποτελείται κυρίως από τζάμι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζαμένιος
|
Πηγές επεξεργασία
- τζαμένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)