Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεχνικοποίηση οι τεχνικοποιήσεις
      γενική της τεχνικοποίησης των τεχνικοποιήσεων
    αιτιατική την τεχνικοποίηση τις τεχνικοποιήσεις
     κλητική τεχνικοποίηση τεχνικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεχνικοποίηση < τεχνικ(ός) + -ο- + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.xni.koˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐χνι‐κο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεχνικοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr