τετραϋδροφολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετραϋδροφολικός < τετρα- + υδρο- + φολικό οξύ
Επίθετο
επεξεργασίατετραϋδροφολικός -ή, -ό,
- (χημεία): τετραϋδρογονωμένο παράγωγο του φολικού οξέος
- τετραϋδροφολικό οξύ, τετραϋδροφολικά παράγωγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραϋδροφολικός
|