τετραφάρμακο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετραφάρμακο < τετρα- + φάρμακο, ουσιαστικοποιημένο του τετραφάρμακος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραφάρμακο ουδέτερο, (λόγιο) τετραφάρμακον
- παλαιό είδος έμπλαστρου που παρασκευαζόταν από κερί, στέαρ, πίσσα και ρητίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραφάρμακο
|