↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραφάρμακος η τετραφάρμακη το τετραφάρμακο
      γενική του τετραφάρμακου της τετραφάρμακης του τετραφάρμακου
    αιτιατική τον τετραφάρμακο την τετραφάρμακη το τετραφάρμακο
     κλητική τετραφάρμακε τετραφάρμακη τετραφάρμακο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραφάρμακοι οι τετραφάρμακες τα τετραφάρμακα
      γενική των τετραφάρμακων των τετραφάρμακων των τετραφάρμακων
    αιτιατική τους τετραφάρμακους τις τετραφάρμακες τα τετραφάρμακα
     κλητική τετραφάρμακοι τετραφάρμακες τετραφάρμακα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραφάρμακος < τετρα- + φάρμακο

  Επίθετο

επεξεργασία

τετραφάρμακος, -ος/-η, -ον/-ο, το θηλυκό και ουδέτερο φέρονται ουσιαστικοποιημένα ως είδος έμπλαστρου

  • αυτός που παρασκευάζεται από τέσσερα φάρμακα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία