Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράγναθος η τετράγναθη το τετράγναθο
      γενική του τετράγναθου της τετράγναθης του τετράγναθου
    αιτιατική τον τετράγναθο την τετράγναθη το τετράγναθο
     κλητική τετράγναθε τετράγναθη τετράγναθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράγναθοι οι τετράγναθες τα τετράγναθα
      γενική των τετράγναθων των τετράγναθων των τετράγναθων
    αιτιατική τους τετράγναθους τις τετράγναθες τα τετράγναθα
     κλητική τετράγναθοι τετράγναθες τετράγναθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράγναθος < (αντιδάνειο) αγγλική tetragnatha < τετρα- + γνάθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράγναθος αρσενικό

  1. (εντομολογία): αντιπροσωπευτικό είδος αράχνης της ομώνυμης οικογένειας των τετραγνάθων

  Επίθετο επεξεργασία

τετράγναθος, -η, -ο

  1. αυτός που φέρει τέσσερις γνάθούς (σαγόνια}

  Μεταφράσεις επεξεργασία