Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράγλωσσος η τετράγλωσση το τετράγλωσσο
      γενική του τετράγλωσσου της τετράγλωσσης του τετράγλωσσου
    αιτιατική τον τετράγλωσσο την τετράγλωσση το τετράγλωσσο
     κλητική τετράγλωσσε τετράγλωσση τετράγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράγλωσσοι οι τετράγλωσσες τα τετράγλωσσα
      γενική των τετράγλωσσων των τετράγλωσσων των τετράγλωσσων
    αιτιατική τους τετράγλωσσους τις τετράγλωσσες τα τετράγλωσσα
     κλητική τετράγλωσσοι τετράγλωσσες τετράγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράγλωσσος < αρχαία ελληνική τετρα- + -γλωσσος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣlo.sos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣlo.si/ θηλυκό
ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣlo.so/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

τετράγλωσσος, -η, -ο

  1. αυτός που είναι γραμμένος σε τέσσερις γλώσσες
    ο εκδοτικός οίκος εξέδωσε ένα νέο τετράγλωσσο λεξικό
  2. αυτός που ομιλεί τέσσερις γλώσσες
    τα παιδιά του είναι τετράγλωσσα· μιλούν άπταιστα ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία