τεσσαρακονταπλάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεσσαρακονταπλάσιος < τεσσαράκοντα + -πλάσιος
Επίθετο
επεξεργασίατεσσαρακονταπλάσιος
- (λόγιο) που είναι μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάτι άλλο κατά σαράντα φορές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τεσσαρακονταπλάσιος
|