↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεσσαρακονταπλάσιος η τεσσαρακονταπλάσια το τεσσαρακονταπλάσιο
      γενική του τεσσαρακονταπλάσιου της τεσσαρακονταπλάσιας του τεσσαρακονταπλάσιου
    αιτιατική τον τεσσαρακονταπλάσιο την τεσσαρακονταπλάσια το τεσσαρακονταπλάσιο
     κλητική τεσσαρακονταπλάσιε τεσσαρακονταπλάσια τεσσαρακονταπλάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεσσαρακονταπλάσιοι οι τεσσαρακονταπλάσιες τα τεσσαρακονταπλάσια
      γενική των τεσσαρακονταπλάσιων των τεσσαρακονταπλάσιων των τεσσαρακονταπλάσιων
    αιτιατική τους τεσσαρακονταπλάσιους τις τεσσαρακονταπλάσιες τα τεσσαρακονταπλάσια
     κλητική τεσσαρακονταπλάσιοι τεσσαρακονταπλάσιες τεσσαρακονταπλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεσσαρακονταπλάσιος < τεσσαράκοντα + -πλάσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

τεσσαρακονταπλάσιος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία