τεπές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τεπές | οι | τεπέδες |
γενική | του | τεπέ | των | τεπέδων |
αιτιατική | τον | τεπέ | τους | τεπέδες |
κλητική | τεπέ | τεπέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεπές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική تپه (tepe, λόγος, θολωτό τμήμα φεσιού, καπέλου)[1] + -ς (τουρκικά tepe)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teˈpes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐πές
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεπές αρσενικό
- (λαϊκότροπο, ενδυμασία) το ημισφαιρικό τμήμα καπέλου
- ※ Το καπέλο στη Νιγρίτα
το φορούν οκτάφυλλο
στον τεπέ βάζουν κουμπάκι
όμοιο τριαντάφυλλο.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Στη Νιγρίτα και στις Σέρρες, (1998) Μανώλης Λιδάκης, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης, σύνθεση: Ορφέας Περίδης, album: Ο ήλιος του Γενάρη.
- ≠ αντώνυμα: μπορ, γύρος καπέλου
- ※ Το καπέλο στη Νιγρίτα
- (λαϊκότροπο, αρχιτεκτονική) θόλος κτιρίου [3]
- παρωχημένο, γεωγραφία) άλλες μορφές: ή άκλιτο τεπέ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημισφαιρικό τμήμα καπέλου
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 492 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
- ↑ τεπές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .