τενεμπρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τενεμπρισμός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; ιταλική tenebroso (σκοτεινός ) < (λατινικά) tenebrae (=σκοτάδι, μαυρίλα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατενεμπρισμός αρσενικό
- (ζωγραφική) η ιδιαίτερη φωτοσκίαση (κιαρασκούρο) όπου εκείνο που βασιλεύει είναι το σκούρο και σχεδόν απομονώνεται από «τα φώτα», δηλαδή τα ανοιχτά χρώματα του πίνακα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τενεμπρισμός