Ετυμολογία

επεξεργασία
tenebrae < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tenebrae θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. σκοτάδι, ιδίως το σκοτάδι της νύχτας (πιο πυκνό απ' ό,τι στη λέξη obscuritas, λιγότερο απ' ό,τι στη λέξη caligo)
  2. (ποιητικά) η σκιά του θανάτου
  3. φυλακή, μπουντρούμι
  4. (κατ' επέκταση) το σκότος του μυαλού

Αντώνυμα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
tenebrae
γενική
-
tenebrārum
δοτική
-
tenebrīs
αιτιατική
-
tenebrās
κλητική
-
tenebrae
αφαιρετική
-
tenebrīs
(α' κλίση)