↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελωνισμένος η τελωνισμένη το τελωνισμένο
      γενική του τελωνισμένου της τελωνισμένης του τελωνισμένου
    αιτιατική τον τελωνισμένο την τελωνισμένη το τελωνισμένο
     κλητική τελωνισμένε τελωνισμένη τελωνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελωνισμένοι οι τελωνισμένες τα τελωνισμένα
      γενική των τελωνισμένων των τελωνισμένων των τελωνισμένων
    αιτιατική τους τελωνισμένους τις τελωνισμένες τα τελωνισμένα
     κλητική τελωνισμένοι τελωνισμένες τελωνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τελωνίζω

τελωνισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία