Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τελεσιουργός τὸ τελεσιουργόν
      γενική τοῦ/τῆς τελεσιουργοῦ τοῦ τελεσιουργοῦ
      δοτική τῷ/τῇ τελεσιουργ τῷ τελεσιουργ
    αιτιατική τὸν/τὴν τελεσιουργόν τὸ τελεσιουργόν
     κλητική ! τελεσιουργέ τελεσιουργόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τελεσιουργοί τὰ τελεσιουργᾰ́
      γενική τῶν τελεσιουργῶν τῶν τελεσιουργῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τελεσιουργοῖς τοῖς τελεσιουργοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς τελεσιουργούς τὰ τελεσιουργᾰ́
     κλητική ! τελεσιουργοί τελεσιουργᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τελεσιουργώ τὼ τελεσιουργώ
      γεν-δοτ τοῖν τελεσιουργοῖν τοῖν τελεσιουργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελεσιουργός < τέλεσι(ς), τελέω + -ουργός (ἔργον)

  Επίθετο επεξεργασία

τελεσιουργός, -ός, -όν

  1. τελεσφόρος, αποτελεσματικός
  2. που επιτυγχάνει την τελειότητα, την τελείωση

  Πηγές επεξεργασία