ταχυπιεστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχυπιεστήριο < ταχυ- + πιεστήριο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Schnellpresse[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχυπιεστήριο ουδέτερο
- (τυπογραφία) τυπογραφικό πιεστήριο με μηχανοκίνητη λειτουργία, το οποίο επιτρέπει την ταχύτατη εκτύπωση μεγάλου αριθμού αντιτύπων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταχυπιεστήριο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ταχυπιεστήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ταχυπιεστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας