ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ταχυδινής τὸ ταχυδινές
      γενική τοῦ/τῆς ταχυδινοῦς τοῦ ταχυδινοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ταχυδινεῖ τῷ ταχυδινεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ταχυδιν τὸ ταχυδινές
     κλητική ! ταχυδινές ταχυδινές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ταχυδινεῖς τὰ ταχυδιν
      γενική τῶν ταχυδινῶν τῶν ταχυδινῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ταχυδινέσ(ν) τοῖς ταχυδινέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ταχυδινεῖς τὰ ταχυδιν
     κλητική ! ταχυδινεῖς ταχυδιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταχυδινεῖ τὼ ταχυδινεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ταχυδινοῖν τοῖν ταχυδινοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχυδινής < ταχυ- + -δινής

  Επίθετο

επεξεργασία

ταχυδινής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία