ταχυδακτυλουργικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχυδακτυλουργικός < ταχυδακτυλουργ(ός) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαταχυδακτυλουργικός
- που έχει σχέση με τον ταχυδακτυλουργό ή την ταχυδακτυλουργία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- ταχυδακτυλουργικά
- → δείτε τις λέξεις ταχυδακτυλουργός, ταχύς, δάκτυλο και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταχυδακτυλουργικός
|