Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχυδακτυλουργικός η ταχυδακτυλουργική το ταχυδακτυλουργικό
      γενική του ταχυδακτυλουργικού της ταχυδακτυλουργικής του ταχυδακτυλουργικού
    αιτιατική τον ταχυδακτυλουργικό την ταχυδακτυλουργική το ταχυδακτυλουργικό
     κλητική ταχυδακτυλουργικέ ταχυδακτυλουργική ταχυδακτυλουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχυδακτυλουργικοί οι ταχυδακτυλουργικές τα ταχυδακτυλουργικά
      γενική των ταχυδακτυλουργικών των ταχυδακτυλουργικών των ταχυδακτυλουργικών
    αιτιατική τους ταχυδακτυλουργικούς τις ταχυδακτυλουργικές τα ταχυδακτυλουργικά
     κλητική ταχυδακτυλουργικοί ταχυδακτυλουργικές ταχυδακτυλουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυδακτυλουργικός < ταχυδακτυλουργ(ός) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ταχυδακτυλουργικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία