Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυδακτυλουργία οι ταχυδακτυλουργίες
      γενική της ταχυδακτυλουργίας των ταχυδακτυλουργιών
    αιτιατική την ταχυδακτυλουργία τις ταχυδακτυλουργίες
     κλητική ταχυδακτυλουργία ταχυδακτυλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυδακτυλουργία (μαρτυρείται από το 1872)[1] < ταχυδακτυλουργ(ός) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε ταχυ- + δάκτυλ(ο) + -ουργία (< → δείτε τη λέξη ἔργον)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.çi.ða.kti.luɾˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χυ‐δα‐κτυ‐λουρ‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταχυδακτυλουργία θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ταχυδακτυλουργός
  2. (μεταφορικά) πονηριά και απάτη που χρησιμοποιούνται για ιδιοτελείς σκοπούς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 982, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου