Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχυγραφικός η ταχυγραφική το ταχυγραφικό
      γενική του ταχυγραφικού της ταχυγραφικής του ταχυγραφικού
    αιτιατική τον ταχυγραφικό την ταχυγραφική το ταχυγραφικό
     κλητική ταχυγραφικέ ταχυγραφική ταχυγραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχυγραφικοί οι ταχυγραφικές τα ταχυγραφικά
      γενική των ταχυγραφικών των ταχυγραφικών των ταχυγραφικών
    αιτιατική τους ταχυγραφικούς τις ταχυγραφικές τα ταχυγραφικά
     κλητική ταχυγραφικοί ταχυγραφικές ταχυγραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυγραφικός < ταχυγράφος / ταχυγραφία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ταχυγραφικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία