Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.ki.ɡʁa.fik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tachygraphique tachygraphiques

tachygraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό