ταχογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tachograph < αρχαία ελληνική τάχος < ταχύς + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχογράφος αρσενικό
- όργανο που καταγράφει την ταχύτητα, την απόσταση και το χρόνο που κινήθηκε ένα όχημα (ιδίως ένα φορτηγό ή πούλμαν)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταχογράφος