↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταχογράφος οι ταχογράφοι
      γενική του ταχογράφου των ταχογράφων
    αιτιατική τον ταχογράφο τους ταχογράφους
     κλητική ταχογράφε ταχογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tachograph < αρχαία ελληνική τάχος < ταχύς + γράφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταχογράφος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία