ταφών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαταφών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του ταφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ταφών < θέμα ταφ-, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τέθηπα, αόριστος με σημασία ενεστώτα (ρήμα χωρίς ενεργητικό ενεστώτα) < → δείτε τη λέξη θάπτω
Μετοχή
επεξεργασίαταφών
- ξαφνιασμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 545 (στίχοι 544-546) Ζεὺς δὲ πατὴρ Αἴανθ᾽ ὑψίζυγος ἐν φόβον ὦρσε·
στῆ δὲ ταφών, ὄπιθεν δὲ σάκος βάλεν ἑπταβόειον, [545]
τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ᾽ ὁμίλου, θηρὶ ἐοικώς,- Και στην ψυχήν του Αίαντος έβαλε ο Ζευς τον φόβον.
Στέκει, απορεί, τες πλάτες του με την ασπίδα σκέπει,
φεύγει, αφού πρώτα εκοίταξε το πλήθος, ως θηρίον - Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς, @greek-language.gr
- Και στην ψυχήν του Αίαντος έβαλε ο Ζευς τον φόβον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 545 (στίχοι 544-546) Ζεὺς δὲ πατὴρ Αἴανθ᾽ ὑψίζυγος ἐν φόβον ὦρσε·
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ταφών | οἱ | ταφῶνες | ||||
γενική | τοῦ | ταφῶνος | τῶν | ταφώνων | ||||
δοτική | τῷ | ταφῶνῐ | τοῖς | ταφῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ταφῶνᾰ | τοὺς | ταφῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ταφών | ταφῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταφῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ταφώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ταφών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τάφ(ος) + -ών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταφών, -ῶνος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ταφών, ταφεών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.