Δείτε επίσης: ταφῶν, τάφων

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ταφών θηλυκό



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ταφών < θέμα ταφ-, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τέθηπα, αόριστος με σημασία ενεστώτα (ρήμα χωρίς ενεργητικό ενεστώτα) < → δείτε τη λέξη θάπτω

ταφών

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταφών οἱ ταφῶνες
      γενική τοῦ ταφῶνος τῶν ταφώνων
      δοτική τῷ ταφῶν τοῖς ταφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ταφῶν τοὺς ταφῶνᾰς
     κλητική ! ταφών ταφῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταφῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ταφώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ταφών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τάφ(ος) + -ών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταφών, -ῶνος αρσενικό