ταφεών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ταφεών | οἱ | ταφεῶνες | ||||
γενική | τοῦ | ταφεῶνος | τῶν | ταφεώνων | ||||
δοτική | τῷ | ταφεῶνῐ | τοῖς | ταφεῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ταφεῶνᾰ | τοὺς | ταφεῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ταφεών | ταφεῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταφεῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ταφεώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταφεών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τάφ(ος) + -εών • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταφεών, -ῶνος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) χώρος ταφής
- άλλες μορφές: ταφών
Πηγές
επεξεργασία- ταφεών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.