ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταφεών οἱ ταφεῶνες
      γενική τοῦ ταφεῶνος τῶν ταφεώνων
      δοτική τῷ ταφεῶν τοῖς ταφεῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ταφεῶν τοὺς ταφεῶνᾰς
     κλητική ! ταφεών ταφεῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταφεῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ταφεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταφεών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τάφ(ος) + -εών • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταφεών, -ῶνος αρσενικό