↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταυτοχρονισμός οι ταυτοχρονισμοί
      γενική του ταυτοχρονισμού των ταυτοχρονισμών
    αιτιατική τον ταυτοχρονισμό τους ταυτοχρονισμούς
     κλητική ταυτοχρονισμέ ταυτοχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταυτοχρονισμός < ταυτόχρονος + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταυτοχρονισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία