Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταυτοχρονισμός οι ταυτοχρονισμοί
      γενική του ταυτοχρονισμού των ταυτοχρονισμών
    αιτιατική τον ταυτοχρονισμό τους ταυτοχρονισμούς
     κλητική ταυτοχρονισμέ ταυτοχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταυτοχρονισμός < ταυτόχρονος + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταυτοχρονισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία