concurrency
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
concurrency | concurrencies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconcurrency (en)
- η ιδιότητα του ταυτόχρονου
- (επιστήμη υπολογιστών) ο ταυτοχρονισμός, ταυτόχρονη χρήση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Concurrency (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια