ταυτοχρονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταυτοχρονία (en) θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταυτοχρονία
ταυτοχρονία (en) θηλυκό