Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυτοπρόσωπος η ταυτοπρόσωπη το ταυτοπρόσωπο
      γενική του ταυτοπρόσωπου της ταυτοπρόσωπης του ταυτοπρόσωπου
    αιτιατική τον ταυτοπρόσωπο την ταυτοπρόσωπη το ταυτοπρόσωπο
     κλητική ταυτοπρόσωπε ταυτοπρόσωπη ταυτοπρόσωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυτοπρόσωποι οι ταυτοπρόσωπες τα ταυτοπρόσωπα
      γενική των ταυτοπρόσωπων των ταυτοπρόσωπων των ταυτοπρόσωπων
    αιτιατική τους ταυτοπρόσωπους τις ταυτοπρόσωπες τα ταυτοπρόσωπα
     κλητική ταυτοπρόσωποι ταυτοπρόσωπες ταυτοπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταυτοπρόσωπος < ταυτοπροσωπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός), μορφολογικά αναλύεται ταυτο- + -πρόσωπος

  Επίθετο επεξεργασία

ταυτοπρόσωπος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία