Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταταρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταταρικ
ός
η
ταταρικ
ή
το
ταταρικ
ό
γενική
του
ταταρικ
ού
της
ταταρικ
ής
του
ταταρικ
ού
αιτιατική
τον
ταταρικ
ό
την
ταταρικ
ή
το
ταταρικ
ό
κλητική
ταταρικ
έ
ταταρικ
ή
ταταρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταταρικ
οί
οι
ταταρικ
ές
τα
ταταρικ
ά
γενική
των
ταταρικ
ών
των
ταταρικ
ών
των
ταταρικ
ών
αιτιατική
τους
ταταρικ
ούς
τις
ταταρικ
ές
τα
ταταρικ
ά
κλητική
ταταρικ
οί
ταταρικ
ές
ταταρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταταρικός
<
Τάταρος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ταταρικός
που έχει
σχέση
με τους
Τατάρους
, ανήκει σ' αυτούς ή αναφέρεται σ' αυτούς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
Τάταρος
και
ταρτάν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταταρικός
αγγλικά
:
Tatar
(en)
γερμανικά
:
tatarisch
(de)
λατινικά
:
tataricus
(la)
πολωνικά
:
tatarski
(pl)