Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταταρικός η ταταρική το ταταρικό
      γενική του ταταρικού της ταταρικής του ταταρικού
    αιτιατική τον ταταρικό την ταταρική το ταταρικό
     κλητική ταταρικέ ταταρική ταταρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταταρικοί οι ταταρικές τα ταταρικά
      γενική των ταταρικών των ταταρικών των ταταρικών
    αιτιατική τους ταταρικούς τις ταταρικές τα ταταρικά
     κλητική ταταρικοί ταταρικές ταταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταταρικός < Τάταρος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ταταρικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία