ταντούρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταντούρι | τα | ταντούρια |
γενική | του | ταντουριού | των | ταντουριών |
αιτιατική | το | ταντούρι | τα | ταντούρια |
κλητική | ταντούρι | ταντούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταντούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tandır < περσική تنور (tannur) < αραβική تنور (tannūr) < ακκαδική tinūru
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταντούρι ουδέτερο
- ένας πήλινος φούρνος