ταινιόμορφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.niˈo.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ται‐νι‐ό‐μορ‐φος
Επίθετο
επεξεργασίαταινιόμορφος, -η, -ο
- που έχει μορφή ταινίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταινιόμορφος
|
Πηγές
επεξεργασία- ταινιόμορφος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ταινιόμορφος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)