↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταινιόμορφος η ταινιόμορφη το ταινιόμορφο
      γενική του ταινιόμορφου της ταινιόμορφης του ταινιόμορφου
    αιτιατική τον ταινιόμορφο την ταινιόμορφη το ταινιόμορφο
     κλητική ταινιόμορφε ταινιόμορφη ταινιόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταινιόμορφοι οι ταινιόμορφες τα ταινιόμορφα
      γενική των ταινιόμορφων των ταινιόμορφων των ταινιόμορφων
    αιτιατική τους ταινιόμορφους τις ταινιόμορφες τα ταινιόμορφα
     κλητική ταινιόμορφοι ταινιόμορφες ταινιόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταινιόμορφος < ταινί(α) + -ό- + -μορφος (< μορφή)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.niˈo.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ται‐νι‐ό‐μορ‐φος

  Επίθετο

επεξεργασία

ταινιόμορφος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία