ταινιοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ταινιοειδής | η | ταινιοειδής | το | ταινιοειδές |
γενική | του | ταινιοειδούς* | της | ταινιοειδούς | του | ταινιοειδούς |
αιτιατική | τον | ταινιοειδή | την | ταινιοειδή | το | ταινιοειδές |
κλητική | ταινιοειδή(ς) | ταινιοειδής | ταινιοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ταινιοειδείς | οι | ταινιοειδείς | τα | ταινιοειδή |
γενική | των | ταινιοειδών | των | ταινιοειδών | των | ταινιοειδών |
αιτιατική | τους | ταινιοειδείς | τις | ταινιοειδείς | τα | ταινιοειδή |
κλητική | ταινιοειδείς | ταινιοειδείς | ταινιοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαταινιοειδής
- που έχει σχήμα ταινίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταινιοειδής
|