ταινίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταινίαση | οι | ταινιάσεις |
γενική | της | ταινίασης* | των | ταινιάσεων |
αιτιατική | την | ταινίαση | τις | ταινιάσεις |
κλητική | ταινίαση | ταινιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταινιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταινίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική taeniasis[1] < νεολατινική taeniasis < λατινική taenia < αρχαία ελληνική ταιν(ία) + -iasis, -ίαση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teˈni.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ται‐νί‐α‐ση
- συνήθως, όταν προηγείται [n] όπως στην αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tin‿deˈni.a.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταινίαση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ταινία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταινίαση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- ταινίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)