ταινίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταινίαση | οι | ταινιάσεις |
γενική | της | ταινίασης* | των | ταινιάσεων |
αιτιατική | την | ταινίαση | τις | ταινιάσεις |
κλητική | ταινίαση | ταινιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταινιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταινίαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταινίαση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταινίαση
|