↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταγοῦχος οἱ ταγοῦχοι
      γενική τοῦ ταγούχου τῶν ταγούχων
      δοτική τῷ ταγούχ τοῖς ταγούχοις
    αιτιατική τὸν ταγοῦχον τοὺς ταγούχους
     κλητική ! ταγοῦχε ταγοῦχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταγούχω
γεν-δοτ τοῖν  ταγούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταγοῦχος < ταγή + -οῦχος (< ἔχω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταγοῦχος, -ου αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία