ταγοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ταγοῦχος | οἱ | ταγοῦχοι |
γενική | τοῦ | ταγούχου | τῶν | ταγούχων |
δοτική | τῷ | ταγούχῳ | τοῖς | ταγούχοις |
αιτιατική | τὸν | ταγοῦχον | τοὺς | ταγούχους |
κλητική ὦ! | ταγοῦχε | ταγοῦχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταγούχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταγούχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταγοῦχος, -ου αρσενικό
- που κυβερνά, ο αρχηγός, ο άρχοντας, ο ταγός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 296 (295-296)
- εἴτε Φλεγραίαν πλάκα | θρασὺς ταγοῦχος ὡς ἀνὴρ ἐπισκοπεῖ,
- ή το Φλεγραίο | τον κάμπο αναμετρά σαν άξιος πολεμάρχος,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- εἴτε Φλεγραίαν πλάκα | θρασὺς ταγοῦχος ὡς ἀνὴρ ἐπισκοπεῖ,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 296 (295-296)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ταγοῦχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταγοῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.