τίση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τίση | οι | τίσεις |
γενική | της | τίσης* | των | τίσεων |
αιτιατική | την | τίση | τις | τίσεις |
κλητική | τίση | τίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τίση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τίσις με προσαρμογή της κατάληξης σε -ση για τα νέα ελληνικά
Ουσιαστικό
επεξεργασίατίση θηλυκό
- (αναφορά στην αρχαία λέξη τίσις) η τιμωρία που επέφερε η αρχαιοελληνική ύβρις
- ※ Βασική αντίληψη στο έργο του Ηροδότου είναι ότι η παραβίαση του μέτρου από τον άνθρωπο (ή η «υπερβολή», κόρος) τον οδηγεί στην ύβρη (αλαζονεία, υπέρβαση του μέτρου) και αυτό προκαλεί την οργή του θεού (νέμεση) και επιφέρει την καταστροφή (άτη), την τιμωρία του υβριστή (τίση). (σχολικό βιβλίο πρόσβαση:2019.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τίση