Δείτε επίσης: Νέμεση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νέμεση οι νεμέσεις
      γενική της νέμεσης* των νεμέσεων
    αιτιατική τη νέμεση τις νεμέσεις
     κλητική νέμεση νεμέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεμέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νέμεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέμε(σις) (η απόδοση αυτού που οφείλεται) + -ση < νέμω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈne.me.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νέ‐με‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νέμεση θηλυκό

  1. η τιμωρία που επιβάλλεται από μία ανώτερη δύναμη σε όποιον παραβαίνει τους ηθικούς νόμους ή είναι αλαζόνας υπερβαίνοντας τα ηθικά όρια
     συνώνυμα: θεία δίκη
  2. (μυθολογία) → δείτε τη λέξη Νέμεση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία