↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωριαστός η σωριαστή το σωριαστό
      γενική του σωριαστού της σωριαστής του σωριαστού
    αιτιατική τον σωριαστό τη σωριαστή το σωριαστό
     κλητική σωριαστέ σωριαστή σωριαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωριαστοί οι σωριαστές τα σωριαστά
      γενική των σωριαστών των σωριαστών των σωριαστών
    αιτιατική τους σωριαστούς τις σωριαστές τα σωριαστά
     κλητική σωριαστοί σωριαστές σωριαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωριαστός < σωριάζω + -τός < σωρός

  Επίθετο

επεξεργασία

σωριαστός, -ή, -ό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία