σωριαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασωριαστός, -ή, -ό
- που τον έχουν τοποθετήσει σε σωρό, τον έχουν ρίξει με τρόπο που να σχηματίζει σωρό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σωρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωριαστός
|