σχολιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχολιογραφία < σχολιογράφος + -ία < ελληνιστική κοινή σχολιογράφος < σχόλιον (< αρχαία ελληνική σχολή) + αρχαία ελληνική γράφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sxo.li.o.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λι‐ο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχολιογραφία θηλυκό
- (λόγιο, επάγγελμα) η ενασχόληση ή το επάγγελμα του σχολιογράφου
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχολιογραφία
|
Πηγές
επεξεργασία- σχολιογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)