πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφυροδρέπανο τα σφυροδρέπανα
      γενική του σφυροδρέπανου των σφυροδρέπανων
    αιτιατική το σφυροδρέπανο τα σφυροδρέπανα
     κλητική σφυροδρέπανο σφυροδρέπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σφυροδρέπανο

Ετυμολογία

επεξεργασία
σφυροδρέπανο < σφυρο- (< σφυρί) + δρεπάνι

Ουσιαστικό

επεξεργασία